δάπεδο

δάπεδο
Η διαμορφωμένη βατή επιφάνεια οποιουδήποτε κλειστού, υπαίθριου ή ημιυπαίθριου χώρου, εκτός από τις οδούς και τις πλατείες, για τις οποίες χρησιμοποιούνται κυρίως οι όροι οδόστρωμα κατάστρωμα. Η φυσική επιφάνεια του εδάφους αποτελούσε πάντοτε και αποτελεί ακόμα, σε πρόχειρες ή ευτελείς ισόγειες κατασκευές, μια πρώτη στοιχειώδη μορφή δ. Η επίστρωση ωστόσο της επιφάνειας αυτής με διάφορα υλικά, για να αποκτηθεί μια τελειότερη και πολυτελέστερη τελική επιφάνεια, αποτελεί τον κανόνα. Η ανάγκη εξάλλου της διαμόρφωσης του δ. των χώρων που βρίσκονται σε όροφο, οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα. Ως κυριότερα υλικά επίστρωσης δ. έχουν χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν ισχυρά κονιάματα, φυσικοί λίθοι, γρανίτες, σχιστόλιθοι, μάρμαρα, κεραμικές πλάκες και ξύλο. Σήμερα, εκτός από αυτά, χρησιμοποιούνται και υλικά συνθετικά, με τα οποία η βιομηχανία προσπαθεί να αντικαταστήσει τα παραδοσιακά υλικά, επιδιώκοντας συγχρόνως την κατασκευή και την προσφορά στην κατανάλωση δ. μεγάλης αντοχής και χαμηλού κόστους. Εκτός όμως από την πρακτική σκοπιμότητα, η επιφάνεια ενός δ. αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τη συνολική εμφάνιση του χώρου στον οποίο ανήκει. Η υφή του υλικού επίστρωσης, το χρώμα του και οι διακοσμητικές συνθέσεις που μπορούν να πραγματοποιηθούν με αυτό, προσδίδουν στο ολοκληρωμένο δ. και καλλιτεχνική αξία που επιδιώκεται να είναι μεγαλύτερη όσο σπουδαιότερος είναι και ο αντίστοιχος χώρος. Από τη μυκηναϊκή και τη μινωική ήδη εποχή τα δ. των ανακτόρων επιστρώνονταν με ισχυρό ασβεστοκονίαμα, πάνω στο οποίο σχεδίαζαν συνήθως παραστάσεις θαλάσσιων ζώων, ή με λίθινες πλάκες. Αργότερα η χρήση λίθινων πλακών γενικεύτηκε και το μάρμαρο, το κύριο υλικό δόμησης της κλασικής εποχής, έδωσε στους τεχνίτες τη δυνατότητα να δημιουργήσουν ωραιότατες συνθέσεις, χρησιμοποιώντας το με τη μορφή πλακών ή ψηφίδων. Η ανάπτυξη των δύο αυτών τεχνικών οφείλεται στην εξαιρετική ποιότητα του υλικού και στη μεγάλη ποικιλία χρωματισμών στους οποίους προσφέρεται και οι οποίοι συνήθως παραμένουν αναλλοίωτοι. Η χρωματική αυτή ποικιλία συνέτεινε κυρίως στην ανάπτυξη της τεχνικής των ψηφιδωτών, με τα οποία οι τεχνίτες, χρησιμοποιώντας και ψηφίδες από υαλόμαζα και ημιπολύτιμους λίθους, κατόρθωσαν να κατασκευάσουν δ. μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας με μνημειώδεις, ζωγραφικές πια, συνθέσεις. Τα σημαντικότερα ψηφιδωτά προέρχονται από την ύστερη κλασική και την ελληνιστική περίοδο, ενώ αργότερα, στη βυζαντινή εποχή, με ψηφιδωτά διακοσμούσαν κυρίως τους τοίχους και τους θόλους των εκκλησιών. Στη βυζαντινή περίοδο τα δ. των ναών εξακολουθούσαν να επιστρώνονται με πλάκες έγχρωμων μαρμάρων, ενώ στα κεντρικά σημεία των δ. τοποθετούσαν τα λεγόμενα μαρμαροθετήματα, πολύπλοκα δηλαδή γεωμετρικά σχέδια που τα σχημάτιζαν με μικρά κομμάτια από έγχρωμο μάρμαρο. Τα διακοσμητικά αυτά σχήματα ονομάζονται και ομφάλια. Το μάρμαρο εξακολουθεί και σήμερα να χρησιμοποιείται για την κατασκευή πολυτελών δ. Εξάλλου, με συντρίμματα μαρμάρου και τσιμέντο κατασκευάζονται τα λεγόμενα μωσαϊκά δ. και μωσαϊκές πλάκες ως υποκατάστατα των δ. από συμπαγές μάρμαρο. Σημαντικό καλλιτεχνικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν δ. που έχουν κατασκευαστεί από φυσικές σχιστολιθικές πλάκες ή βότσαλα, υλικά που κυρίως χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτό από τους λαϊκούς τεχνίτες. Στα νησιά του Αιγαίου υπάρχουν πολλά ωραία παραδείγματα δ. εκκλησιών, αυλών ή και δρόμων ακόμα, που έχουν κατασκευαστεί με αυτό τον τρόπο. Ειδικά με τα βότσαλα, χρησιμοποιώντας μόνο δύο χρώματα –άσπρο και μαύρο– επιτυγχάνεται η κατασκευή δ. με ωραία γεωμετρικά σχέδια· αλλά και παραστάσεις πολλές φορές αγαπητών για τους νησιώτες θεμάτων (π.χ. καράβια και άγκυρες), συναντώνται στα δ. αυτά, που αποτελούν εξαίρετα δείγματα της λαϊκής διακοσμητικής και σχηματίζουν συγχρόνως μια πανάρχαια ελληνική παράδοση. Ελληνιστικό δάπεδο που εικονίζει κυνήγι λιονταριών από την Πέλλα. Ροδίτικο ψηφιδωτό σε δάπεδο. Πλακόστρωτο δάπεδο εκκλησίας στο Κάστρο της Σίφνου. Δάπεδο σπιτιού στη Δήλο. Βυζαντινό δάπεδο στον ναό της Περιβλέπτου, που βρίσκεται στα Πολιτικά της Εύβοιας, έργο του 11ου ή του 12ου αι.
* * *
το (AM δάπεδον)
1. ομαλό έδαφος, επίπεδη επιφάνεια
2. το πάτωμα δωματίου
νεοελλ.
το έδαφος κλειστών κυρίως χώρων, στρωμένο με πλάκες ή άλλο υλικό
αρχ.
1. το έδαφος, το χώμα
2. πεδιάδα
3. στον πληθ. το κατάστρωμα τού πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δάπεδον < ΙΕ *dmpedom. Πρόκειται δηλ. για αρχαία σύνθετη λ. τής οποίας το α' συνθετικό δα-αποτελεί τη συνεσταλμένη βαθμίδα (*dm-) τής ρίζας *dem- τού δέμω «χτίζω, κατασκευάζω» και το β' συνθετικό είναι η λ. πέδον*. Ο συσχετισμός με τα δέμω, δόμος «σπίτι» είναι προφανής, αν ληφθεί υπ' όψη η σημ. τού δέμω (πρβλ. λατ. sternere «στρώνω», struere «κατασκευάζω»). Δηλ. δάπεδον είναι το επίπεδο πάτωμα πάνω στο οποίο μπορεί κανείς να χτίσει. Συνδέεται πιθ. με αρχ. νορβ. topt, σουηδ. tomt «μέρος για χτίσιμο». Εκτός τού τ. δάπεδον απαντά και ο τ. δάπεδον, στον οποίο εμφανίζεται από παρετυμολογικό συσχετισμό αντί τού δα- το επιτακτικό πρόθυμα ζα- (πρβλ. ζακόρος, ζακρυόεις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δάπεδο — το το πάτωμα του σπιτιού ή έδαφος περιορισμένο, στρωμένο και ισιωμένο: Το δάπεδο του σπιτιού είναι όλο επενδυμένο με ξύλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαπεδώνω — [δάπεδο] εξομαλύνω και επιστρώνω τμήμα εδάφους …   Dictionary of Greek

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

  • Νικόπολις — I Αρχαία πόλη της Ηπείρου, στον λαιμό της χερσονήσου της Πρέβεζας, που την ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 μ.Χ.). Η θέση όπου ιδρύθηκε η N. δεν είχε τα προσόντα για να ελκύσει την προσοχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… …   Dictionary of Greek

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Κοζάνης, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.562 τ. χλμ., 155.324 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Πιερίας, Ημαθίας και Πέλλης, στα Ν με τους νομούς Λαρίσης και Γρεβενών, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών και Καστοριάς και στα Β με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”